- εὐθύγραμμοι
- εὐθύγραμμοςrectilinear figuremasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
ομαλογραφία — η [ομαλογράφος] προβολή σε γεωγραφικό χάρτη τμημάτων τής γήινης επιφάνειας κατά την οποία οι παράλληλοι κύκλοι εμφανίζονται ως ευθύγραμμοι και οι μεσημβρινοί ως καμπύλες ελλειπτικές … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Τζέντα — Αναφέρεται και με το όνομα Τζέδδα η Τζίντα. Πόλη (1.500.000 κάτ.) της Σαουδικής Αραβίας, στο βασίλειο της Χετζάζ· βρίσκεται στην πεδιάδα Τιχάμα, στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας. Κυριότερο λιμάνι της Σαουδικής Αραβίας, άρχισε vα αναπτύσσεται χάρη… … Dictionary of Greek